παρεμποδιστής

παρεμποδιστής
ο
χημ. ουσία, η παρουσία τής οποίας σε μικρές συνήθως συγκεντρώσεις διακόπτει ή επιβραδύνει την εξέλιξη μιας χημικής αντίδρασης, αλλ. αναστολέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπινόλη — η, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοσθενής αλκοόλη, γνωστή και ως προπαργυλική αλκοόλη, που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις και ως παρεμποδιστής τής διάβρωσης …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητής — ο, Ν 1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο 2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής… …   Dictionary of Greek

  • ιωδοξικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου CH2ICOOH, παράγωγο του οξικού οξέος, που περιέχει ιώδιο. Είναι σώμα κρυσταλλικό, με σημείο τήξης 82 83°C και παρασκευάζεται με θέρμανση οξικού ανυδρίτη με ιώδιο, παρουσία ιωδικού οξέος. Χρησιμοποιείται στις βιοχημικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”